λοιπός

λοιπός
(I)
-ή, -ό (AM λοιπός, -ή, -όν, Μ και ἐλοιπός, -ή, -όν)
1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν», Πίνδ.)
2. φρ. α) «και τα λοιπά» και, συντετμημένα, «κ.λπ.» — τυποποιημένη έκφραση για τα ευκόλως εννοούμενα και, ως εκ τούτου, παραλειπόμενα στον λόγο
β) «τού λοιπού» — από τώρα και στο εξής, στο μέλλον
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λοιποί
οι απόγονοι
2. φρ. α) «λοιπόν (ἐστι)» — υπολείπεται να... β) «ὁ λοιπὸς χρόνος» — το μέλλον
γ) «ἐκ τοῡ λοιποῡ» ή «ἐκ τῶν λοιπῶν» — στο εξής, στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείπω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επίλοιπος, υπόλοιπος
αρχ.
απόλοιπος, έλλοιπος, κατάλοιπος, πεντέλοιπος, παράλοιπος, περίλοιπος
νεοελλ.
αποδέλοιπος].
————————
(II)
λοιπός (Μ)
βλ. λοιπόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοιπός — remaining over masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπός — ή, ό 1. αυτός που απομένει, υπόλοιπος: Οι λοιποί φίλοι θα έρθουν αύριο. 2. φρ., «του λοιπού», από δω και στο εξής: Του λοιπού θα έρχεσαι νωρίς το βράδυ· «και τα λοιπά» (κτλ.) για ό,τι εννοείται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιπόν — λοιπός remaining over masc acc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπαῖς — λοιπός remaining over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπαί — λοιπός remaining over fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῖς — λοιπός remaining over masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῖσι — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῖσιν — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποί — λοιπός remaining over masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῦ — λοιπός remaining over masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”